Τετάρτη, Ιουλίου 26, 2006

Μαθήματα Υποκριτικής Τέχνης


Γράφει η 3 Parties a Day

Αν ψάξει κανείς πολύ, μπορεί να με βρει στο Ίντερνετ, σε μια τράπεζα δεδομένων, όπου είμαι καταχωρημένη ως ηθοποιός, η οποία έχει παίξει σε μία ταινία. Με αδίκησαν βέβαια, γιατί στην πραγματικότητα έχω παίξει σε δύο ταινίες. Δε βαριέσαι, τους την χαρίζω.

Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν, υπήρξα ένα από αυτά τα αφελή πλάσματα που νομίζουν ότι βρήκαν αυτό που θέλουν να κάνουν στη ζωή τους και πήγα και γράφτηκα σ’ ένα Εργαστήρι Υποκριτικής Τέχνης. Στούντιο, εν συντομία (μια παρακμιακή υπόγα στο Κολωνάκι, όπου το χειμώνα κόβαμε πέταλα από το κρύο).

Κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα, που λένε. Καθηγήτριες γυμνασίου με καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, αμόρφωτοι, πιτσιρικάδες που αλλού πατούσαν αλλού βρίσκονταν, ψώνια, χαζογκόμενες, Μαρδόνιοι, καταθλιπτικοί, όλοι αυτοί που για κάποιο λόγο δεν μπορούσαν να γραφτούν σε κανονική Δραματική Σχολή, όλοι εκεί μαζεύτηκαν.
Υπήρχαν ασφαλώς και μερικοί ταλαντούχοι , αλλά σ’ αυτούς δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία ο Δάσκαλος. Οι δύσκολες περιπτώσεις ήταν που τον εξιτάριζαν.

Μερικοί την έκαναν νωρίς. Οι υπόλοιποι, που μείναμε καιρό (μια που η ελπίδα πεθαίνει τελευταία), ανακαλύψαμε πως το μόνο που μάθαμε όλα αυτά τα χρόνια ήταν να σερνόμαστε από τοίχο σε τοίχο. Ούτε μοκέτες να ’μασταν. Γιατί ο Δάσκαλός μας, είχε μια μανία με τους τοίχους. Όλο μας έβαζε - δίκην σκηνοθεσίας- να ακουμπάμε με τα χέρια στον τοίχο και να κοιτάζουμε τρομαγμένα ή απειλητικά προς το κοινό, σαν δαιμονισμένοι new born Christians. Αφού στο τέλος λέγαμε, ότι δεν πειράζει, αν δεν μας πάρουν πουθενά αλλού, μπορούμε να πάμε στο Χόλλυγουντ, να πάρουμε μέρος σε οντισιόν για τον Σπάιντερμαν… Θα είχαμε μεγάλη επιτυχία.

Εκτός του Σπάιντερμαν, μάθαμε να παίζουμε και Ίψεν. Ανεβάσαμε μάλιστα και μια παράσταση. Στην αρχή ο Δάσκαλος έλεγε ότι θα γινόταν καλύτερη από την αντίστοιχη του Μπέργκμαν. Μετά από λίγο καιρό, είπε, ότι, ε, δεν θα γίνει και Μπέργκμαν, αλλά θα αφήσει το σημάδι της. Στο τέλος είπε ότι η παράσταση θα γίνει κεκλεισμένων των θυρών…

Αλλά εμείς, ως ανερχόμενοι ηθοποιοί, θέλαμε να μας δουν τουλάχιστον οι φίλοι μας, να μας θαυμάσουν, η ματαιοδοξία επικράτησε της λογικής. Ήρθαν λοιπόν κι αυτοί οι φουκαράδες, τι να κάνουν, με τα λουλούδια τους και τα δωράκια τους, και μαρτύρησαν για κανα δίωρο, και μετά δεν ήξεραν τι να πουν για να μην μας πληγώσουν…

Στις πρόβες, το πτώμα του Τζων Γαβριήλ Μπόργκμαν άνοιγε τα μάτια για να δει γιατί αργούν τόσο οι αδερφές να συμφιλιωθούν, αυτή που υποτίθεται πως έπαιζε ένα γλυκό δεκατετράχρονο κορίτσι έμπαινε σαν τραμπούκος στη σκηνή, μια άλλη σερνότανε στο πάτωμα κλαίγοντας κι έμοιαζε με φίδι με περούκα, και οι υπόλοιποι δεν κατάφεραν να μάθουνε τα λόγια τους μέχρι την τελευταία μέρα…

Τι να πρωτοθυμηθώ, τι να ξεχάσω. Είχαμε μία (υπέροχη κατά τα άλλα), που δεν έβγαζε ποτέ τα τακούνια της. Έτσι και της τά ’παιρνες, θα πάθαινε ό,τι και οι μαύροι άμα τους πάρεις τις φόρμες και τα αθλητικά. Θά ’πεφτε κάτω ξερή. Ανέβηκε μια μέρα στη σκηνή να παίξει Στρίντμπεργκ, με ένα καπάκι από σιφόνι καρφωμένο στο τακούνι (είχε πάει πιο πριν στο μπάνιο και δεν πρόσεξε ότι το ξεβιδωμένο καπάκι της είχε καρφωθεί στο τακούνι).

Μια φορά, ένας έβαλε κατά λάθος φωτιά πίσω από μια κουρτίνα που είχε βάλει για σκηνικό, κι ήταν σαν να βλέπαμε Καραγκιόζη να γίνεται παρανάλωμα του πυρός…

Εκτός από τον Δάσκαλο της υψηλής τέχνης της Υποκριτικής, είχαμε και μια δασκάλα, που μας μάθαινε, υποτίθεται, φωνητική και μουσική. Αυτή πάλι έσερνε μαζί της ένα αρμόνιο του κώλου που του είχε αλλάξει τα φώτα, γιατί όλη την ώρα λάθος νότες πάταγε. Καλύτερα έπαιζα εγώ μελλόντικα στο δημοτικό, και δεν πήγα να παραστήσω την καθηγήτρια μουσικής.

Υπήρχαν και καλές στιγμές, βέβαια. Μία φορά την εβδομάδα μας έκανε μάθημα, μια αρκετά γνωστή, εξαιρετική δασκάλα και σκηνοθέτις. Αλλά τι να πρωτοκάνει κι αυτή…
Θυμάμαι ζωηρά την απογοήτευση που μας κατέκλυσε, όταν, αφού είχε περάσει ο ενθουσιασμός του νεοφώτιστου, ανακαλύψαμε πως ο «Δάσκαλός μας» ήταν ένας ανίκανος, που όχι μόνο δεν κρατούσε το κλειδί για ένα νέο θέατρο στο χέρι του, αλλά προφανώς δεν είχε δει ποτέ κλειδί στη ζωή του.


Τελικά μου φαίνεται, δίκιο είχε ο πατέρας μου που έλεγε ότι πάμε εκεί και μας μασάνε τα λεφτά κι εγώ παρεξηγιόμουν.
Μια συμβουλή προς επίδοξους ηθοποιούς λοιπόν, σε περίπτωση που μας διαβάζουν και οι νέοι…
Αν θέλετε να γίνετε ηθοποιοί, να τελειώσετε πρώτα το σχολείο, να μάθετε δυο- τρεις ξένες γλώσσες καλά (ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ, όχι το Lower), να κάνετε μουσική και χορό, να κρατάτε το σώμα σας σε άριστη φυσική κατάσταση, κι αν επιμένετε, πηγαίνετε σε Δραματική Σχολή. Μακριά από μπουρδελοεργαστήρια. Νο τόσο κοντά, που έλεγε κι ο θείος μου σε κάτι ξένους που πλησίαζαν με το φουσκωτό τους επικίνδυνα κοντά στην ακτή. Νο τόσο κοντά. Μακριά…


Υ.Γ. Έχετε την περιέργεια να μάθετε πόσοι από εμάς τότε έγιναν επαγγελματίες ηθοποιοί; Μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Και δεν είναι κι από τους καλύτερους, πιστέψτε με.

Υ.Γ2. Κι όσο για μένα, αφενός ήμουν πολύ ντροπιάρα και φοβιτσιάρα για να γίνω ηθοποιός (έτσι είμαστε εμείς οι Μαρδονέζες), αφ’ ετέρου μ’ έφαγαν οι έρωτες και την έκανα για άλλες πολιτείες…

Σάββατο, Ιουλίου 08, 2006

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΝΟΙΚΤΑ ΚΑΙ ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ!

Όπου και να ταξιδέψω, η Μαρδονία µε πληγώνει

Fluctuat nec mergitur

Η Μαρδονία, λοιπόν. Η πατρίδα που ψάχναμε και είχαμε απογοητευτεί που δεν την βρίσκαμε σε κανέναν χάρτη: πολιτικό, οικονομικό, γεωφυσικό, ανατομικό...Η μορφή εκείνου του νόστου που υπονόμευε κάθε μας εφήμερον ίμερο, που σιγοέλειωνε, κατά καιρούς, στις ξενιτεμένες καρδιές μας.
Και οι αυτοκαταστροφικοί Μαρδόνιοι. Υποδουλωμένοι, με ένα μαρκαρισμένο άστρο να λάμπει στο μυαλό τους. Επιβιώνουν στα Στρατόπεδα Εργασίας της Ξενιτιάς τους. Τα βράδια τραγουδούν παλιά μαρδονέζικα τραγούδια της ψυχής. Τα θλιμμένα mados... Kρυφά από τουρίστες και ανθρωπολόγους που πασχίζουν να καταμετρήσουν το απροσμέτρητο.
Η Μαρδονία. Η ενδοχώρα της καρδιάς μας, η λησμονημένη γενέθλια γη όπου θα μπορούσαμε, αν βρίσκαμε μόνον τα εισιτήρια, να κυκλοφορήσουμε επιτέλους χωρίς τα φτιασίδια της κοινωνικότητας και του τουριστικού ερωτισμού... Η χώρα της επιστροφής μας από τα rooms to let των άλλων.
Η Μαρδονία: σφαγμένη, ματωμένη. ΔΕΝ ΤΗΝ ΞΕΧΝΩ.






Ακολουθούν διαφημιστικά μηνύματα...

Ζήσε την απομυθοποίησή σου στην Μαρδονία!

Έλα να επισκεφθείς την (διακοσμητική) πατρίδα της Αφροδίτης,
τα καμένα καλύβια της μαρτυρικής Μαρδονίας,
τις κρυφές πόρτες διαφυγής στο υπερπέραν του παρήφανα υπόδουλου μαρδονέζικου λαού!


Read Mardonian History ρε!

Όχι στην καθημερινή γενοκτονία του μαρδονέζικου λαού!Είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι!

Ίσα δικαιώματα στους Μαρδονέζους πρόσφυγες!


Υπό του Επισήμου εν Ελλάδι Μπλογκ του Μαρδονέζικου Προξενείου













Μαρδονέζες πρόσφυγες
στο Μεταγωγών,
τραγουδώντας με θέρμη
τον ύμνο της χώρας τους

Παρασκευή, Ιουλίου 07, 2006

Χαζοί που είναι οι τουρίστες (γράφει η 3 Parties a Day)

Για να ξέρετε και πού κάθεστε...


Ένα καλοκαίρι, πριν από μερικά χρόνια, το πέρασα ως Μαρδονέζα.
Ο Μαρδόνιος, ήταν ένας βλάκας, στρατηγός του Δαρείου, που κάπως τα κατάφερε και βούλιαξε τα πλοία του κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας (ενώ είχε άπνοια).
Μαρδόνιο φωνάζαμε ένα χαζό γνωστό, γιατί έλεγε όλο βλακείες.
Εκείνο το καλοκαίρι λοιπόν, πήγα διακοπές στη Νάξο με μία φίλη, και από το πρώτο βράδυ που βγήκαμε εις άγραν αρσενικής παρέας, ανακαλύψαμε ότι όλοι όσοι μας μιλούσαν, γοητευμένοι από την παρουσία μας, στρίβανε α λα γαλλικά όταν ακούγανε ότι ήμασταν Ελληνίδες.
Με τα πολλά, πιάσαμε έναν από το λαιμό και τον ρωτήσαμε τι συμβαίνει και είπε ότι είχε πέσει σύρμα εκείνη τη χρονιά από τα ταξιδιωτικά γραφεία, να μη μιλάνε οι τουρίστες σε Ελληνίδες, γιατί όλες τους ανεξαιρέτως έχουν αδέρφια σαν τον Πύρρο Δήμα που τσακίζουν κόκαλα.
Ωραία. Γι αυτό τρώγαμε τα πόδια μας με τα τακούνια; Για να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο μ’ άδεια χέρια;
Σκεφτήκαμε να πούμε ότι είμαστε Αγγλίδες, αλλά την προφορά, πώς να την κρύψεις; Γαλλίδες ίσως; Πολύ «ξύλινα» τα γαλλικά μας. Στο τέλος τσαντίστηκα και είπα: «Τι να πούμε ΓΜ την τρέλα μου; Ότι είμαστε Μαρδονέζες;»
Κοιτάξαμε η μία την άλλη συνωμοτικά, και αποφασίσαμε πως ναι, θα πούμε ότι είμαστε Μαρδονέζες.
Εμπνευστήκαμε λοιπόν μια χώρα, στα σύνορα μεταξύ Αυστρίας και Ιταλίας, βορειότερα της Σλοβενίας, ένα ανεξάρτητο κρατίδιο 50.000 ειρηνικών κατοίκων, με νόμισμα το μαρδονέζικο δολάριο, σημαία καφέ με χαριτωμένα κοντά ανθρωπάκια, και γλώσσα τα μαρδονέζικα.
Όταν λοιπόν μας ρωτούσαν από πού είμαστε, τους απαντούσαμε: «We are Mardonese». Κι αυτοί κοιτάγανε σα χάνοι, και απολογούνταν που δεν γνώριζαν τη Μαρδονία (συνήθως ρωτούσαν αν η Μαρδονία ήταν σαν την Σερβία, ή την Κροατία, είχαν μπερδευτεί με τις πολλές ανεξάρτητες δημοκρατίες της εποχής). «Όχι, όχι, καμία σχέση», τους απαντούσαμε. Και αρχίζαμε το τροπάρι περί μαρδονέζικου δολαρίου κλπ. Μέχρι και μαρδονέζικα αξιοθέατα είχαμε εφεύρει. Μόνο ένας Άγγλος μας ρώτησε αν τον κοροϊδεύουμε, αλλά κι αυτός πείστηκε τελικά. Μας ζητούσαν να μιλήσουμε μαρδονέζικα, κι εμείς τους λέγαμε ότι για παράδειγμα το καλημέρα είναι «τρρνιάου» και το καληνύχτα «γουάου». Κάποτε γνωρίσαμε κι ένα τύπο από τη Σουηδία που τον έλεγαν Δαρείο. Αυτός πάλι δεν πίστευε ότι είμαστε 28 χρονών, μας έκανε για μικρότερες. Για την ύπαρξη της Μαρδονίας δεν αμφέβαλε ούτε μία στιγμή.
Γίναμε διάσημες στο νησί. «The Mardonians, the Mardonians!» φώναζαν όταν μας έβλεπαν.
Περάσαμε καταπληκτικά. Κάποιος απ’ όλους, μου ζήτησε και ν’ αλληλογραφήσουμε, και του έδωσα τη διεύθυνσή μου: «Αλικαρνασσού 15, Mardonia».
Η φίλη μου ερωτεύτηκε έναν Ιταλό. Την τελευταία μέρα των διακοπών του εκμυστηρεύτηκε πως δεν ήταν Μαρδονέζα, κι αυτός (που είχε σπουδάσει κιόλας, όπως οι περισσότεροι που γνωρίζαμε), βάραγε την καράφλα του και φώναζε: « Madonna mia!»
Συμπέρασμα: Οι τουρίστες είναι όλοι τους χαζοί.
(Κι εγώ η έξυπνη, παντρεύτηκα έναν από αυτούς, κάποτε, μερικά χρόνια αργότερα…)

Πέμπτη, Ιουλίου 06, 2006

Νυχτοζήλιες...















Σε καλοκαιρινό κλαμπ, γυρνάω απ’ την τουαλέτα κι ένας γνωστός μού κάνει νόημα να πάω στην παραλία για λόγους… τέλος πάντων άσχετους. Όχι πάντως ερωτικούς.

Πάω εγώ λοιπόν σαν την καλή χαρά και πέφτω μ’ όλη μου τη δύναμη πάνω σε μια κολοάγκυρα, πού ‘χαν βάλει μες στη μέση για διακόσμηση.

Φαινόταν το κόκαλο. Όλο το καλάμι μου, από πάνω μέχρι κάτω είχε εξαφανιστεί. Τα αίματα έτρεχαν μέχρι τη θάλασσα. Ακόμη έχω τα σημάδια…

Σκύβει ο τύπος να με πιάσει, να με σηκώσει.

Κι εκείνη την ώρα περνάει η γκόμενα του και… του ρίχνει ένα χαστούκι!, μ΄ όλη της τη δύναμη. «Να, παλιομαλάκα» του λέει και φεύγει.

Μου φάνηκε τόσο αστεία αυτή η σκηνή, που ξέχασα και πόνους και τα πάντα. Γέλαγα, χτυπιόμουνα κάτω απ’ τα γέλια, κανά μισάωρο.



Μια άλλη φορά, σε bar στην Αθήνα αυτή τη φορά, όπου συχνάζαμε, ήμουν με τον άντρα μου στη μπάρα κι έρχεται μια εντελώς άγνωστη και μου πετάει ένα ποτό στη μούρη!

Μετά από ώρα κατάφερα να πάρω μια εξήγηση.

Ήταν η γκόμενα του barman. Με είχαν δει ένα πρωινό έξω από το σπίτι του και υπέθεσαν ότι δραπέτευα μετά από μία συγκλονιστική βραδιά έρωτα.

Το σπίτι του barman ήταν βέβαια στη γειτονιά μου και περνούσα τυχαία… αλλά το μπουγέλωμα το έφαγα!



Τι ηλίθιες, που γινόμαστε μερικές φορές…
Αλλά κι εσείς δεν πάτε πίσω, εδώ που τα λέμε…

Τετάρτη, Ιουλίου 05, 2006

Απόψε στο «Πατσατζήδικον»

(patchat-room καθ’ εκάστην)


ΜΕΝΟΥ:


Πιάτο Ημέρας

Γουρουνόπουλο στο φούρνο µε πατάτες

Διαίτης:
Λαγός, ελάφι ή ζαρκάδι στιφάδο
Παϊδάκια
Κοντοσούßλι-Κοκορέτσι
Κατσικάκι φρικασέ
Πίτσα µε το µέτρο

Επιδόρπιον:
Εκµέκ κανταΐφι & όλα τα γλυκά του ταψιού
Προφιτερόλ
Τούρτες
Σουφλέ σοκολάτας
Παγωτά (Σπεσιαλιτέ µας το παρφέ µε µπόλικο σιρόπι)


ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ
για τους αξιότιμους πελάτας που έρχονται after doncat.com:

Όλες οι μερίδες μισές, στην ίδια τιμή!!
ΚΑΙ
Πίτσα με το εκατοστό

Επιπλέον:
Στραγάλια στο φούρνο (διπλή μερίδα!)
Πεταλίδες λεµονάτο
Αµπελοφάσουλα ßρασµένα στον ατµό
Μπρόκολο σοταρισµένο µε σος από ξυνόγαλο

Επιδόρπιον:
Αποφλοιωµένες σταφίδες
Αποξηραµένα λεµόνια πασπαλισµένα µε κόκκους ασπαρτάµης
Κουκουνάρια

Καλή σας όρεξη...


Κυτίον Παραπόνων προς την Διεύθυνσιν: http://afmarx.blogspot.com/

Τρίτη, Ιουλίου 04, 2006

ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΣΤΟ ΠΑΤΣΑΤΖΗΔΙΚΟ!!!

Κυρίες και κύριοι!

Παρά τις απαγορεύσεις και τις απειλές, απόψε στο «Πατσατζίδικον», παγκόσμια αποκλειστικότητα!


Η Αφροδίτη γυμνή!!!

Η άλλη πλευρά της, γυμνή, όπως δεν την έχει δει ποτέ κανείς!!


Tonight only! xxx!

(Μίκυ, φάε τη σκόνη μας...)




Scroll down to see her nude!




Κι ακόμη!

Κρυφή κάμερα στην κουζίνα του πατσατζήδικου!
Το αμαρτωλό τρίο εν ώρα δουλειάς.
Μια αποκλειστικότητα που συγκλονίζει!
Λόγω του αποτρόπαιου των εικόνων, δημοσιεύουμε απόψε, λογοκριμένες, μόνον αυτές τις δύο φωτογραφίες.
Το υπόλοιπο απεχθές φωτογραφικό υλικό έχει κατατεθεί ήδη σε τραπεζική θυρίδα, το κλειδί της οποία κρατά έμπιστος συμβολαιογράφος...




Κάτω αριστερά στη φωτό (με τη γλώσσα έξω...) διακρίνεται ο Καψοκαλύβας...


Και τώρα, ΠΡΟΣΟΧΗ! Αυστηρή προειδοποίηση!!
Απομακρύνετε αμέσως τα παιδιά από τις οθόνες!














ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ !!

ΠΛΟΥΣΙΑ ΔΩΡΑ!


Μαντέψτε ποιος είναι ποιος και κερδίστε... κερδίστε... Εεεμμμμμ... κερδίστε... Καλά, θα δούμε...

Κυριακή, Ιουλίου 02, 2006

Η Λάμψη της Ματαιοδοξίας (Επεισόδιον 1ον)

Η καλοδεχούμενη βροχή και η δροσιά μέσα στον Ιούλιο αγκάλιασε τον Μπάμπη.
Ο Μπάμπης στην αρχή αποτραβήχτηκε, «Τι ’ναι τούτο πάλι;», σκέφτηκε, αλλά στη συνέχεια αφέθηκε με ευγνωμοσύνη στην ψυχρούτσικη αγκαλιά της. Άφησε τις ψιχάλες να του ’ρχονται από το ανοιχτό παράθυρο, μάζεψε μερικά εκτεθειμένα χαρτιά και βιβλία, έβαλε τον Dylan και τον Knopfler να παίζουν παραγγελιά το «Blind Willie Mctell» κι άνοιξε μια μπύρα. Βρήκε στα φαβορίτες το ντάμπλουγιου (τρις) ΔονΚατ πόιντ μπλογκοσημείο πόιντ κομ (δεν ήθελε ν’ αφήσει την μπύρα για να αλλάξει πληκτρολόγιο), και αφέθηκε ηδονικά ―και, ίσως, με λίγες ενοχές― στην μοναχική, κρυφή του απόλαυση: το προσεκτικό διάβασμα του Σωστού Να Λέγεται!
Παράξενο! Ένα περιστέρι τον κοίταξε από το μπαλκόνι λες κι ήταν έτοιμο να πετάξει και να κάτσει στον ώμο του Μπάμπη. Τουλάχιστον, έτσι του φάνηκε του Μπάμπη. Ένοιωθε ήδη, όμως, να τον αγκαλιάζει και η Θεία Χάρις (μαζί με την Βροχή και την Δροσούλα).

Ξαφνικά, έμεινε με το πέιτζ ντάουν μετέωρο! Τι ήταν αυτό πάλι; Ποιος ήταν αυτός ο Καψοκαλύβας που ειρωνευόταν αναίσχυντα «Το Σωστό την Ώρα που Λεγόταν»; Έκανε αμέσως δεξί κλικ να δει το προφίλ του. Τι προφίλ, δηλαδή, τον ουρανό με τ’ άστρα είχε βάλει ο τύπος. Κι αυτό το χρυσό πάνω αριστερά. Να δεις που θα ’χει και χρυσά δόντια και καδένες ο τύπος... Χμμμ... Ο Μπάμπης άρχισε να μπερδεύεται: και όπερα και πατσατζήδικο ― πώς μας τη βγαίνει τώρα ετούτος; Μάλλον κάνας κουλτουριάρης θα ’ναι που πάει να το παίξει και λαϊκός για ξεκάρφωμα... Ο Μπάμπης αποφάσισε να διαβάσει αυτόν τον Καψοκαλύβα. Να τον ψιλοκόψει... Και αμέσως τα πράγματα άρχισαν να μπαίνουν στη θέση τους: Αχά, ποστ για τρύπες, κύριε Καψοκαλύβα μας, ε; Κρυφομουρνταράκος...

Ο Μπάμπης δεν πρόλαβε να συνεχίσει παρακάτω στις τρύπες του Καψοκαλύβα. Είχε φτάσει εμαιλ. Ο Μπάμπης άνοιξε τον ταχυδρομικό πελάτη του και έμεινε άναυδος! Η Αφροδίτη του έστελνε γράμμα! Μύρισε το αρωματισμένο μέιλ και χάιδεψε με τα ακροδάκτυλά του τα λουλουδάκια στο τεμπλέιτ... Κι όμως, ήταν αλήθεια...

ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ:

Σεξ, βία, δράση! Ένα ποντίκι τρομάζει την αθώα Αφροδιτούλα που πηδά για προστασία στην ευρύστερνη αγκαλιά του Μπάμπη... Ο Νίκος Δήμου τρίβει μαζί με το μούσι και το θεληματικό πηγούνι του ενόσω μοντερίζει την γιγαντομαχία Καψοκαλύβα και Σωστού που Ξαναλέγεται και Πάλι... Η Εργοτελίνα συσκοτίζει την ήδη σκοτεινή κατάσταση και την εξέλιξή της με βροχή από λινκς... Κανένας δεν βλέπει μπροστά από τη μύτη του και δεν ξέρει πού να κλικάρει... Η στυφή μυρωδιά του αίματος σκεπάζει τα μπλογκς με τους απαίσιους οιωνούς της. Η ώρα του χειρότερου εγκλήματος στην ιστορία της ανθρωπότητας πλησιάζει. Ποιος είναι ο σκοτεινός ρόλος του αιμοσταγούς δολοφόνου που κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμο takis vasilopoulos;

Σάββατο, Ιουλίου 01, 2006

Γυναικείοι τσαμπουκάδες

Μια φορά ήμουν σ’ ένα club στην Πάρο.
Πασίγνωστο, αλλά πριν γίνει αυτό, που είναι τώρα.
Τότε ήταν πιο μαζεμένο, πιο οικογενειακό.

Έβαζα λοιπόν την τσάντα μου κάτω απ' το μπαρ.
Είχε απ’ τη μια πλευρά μία είσοδο, που έσκυβες για να περάσεις,
και την άφηνα εκεί, να μπορώ να την πιάνω εύκολα.

Σκύβω λοιπόν κάποια στιγμή κι είναι ένας μεθυσμένος από πάνω μου και
ξερνάει πάνω στο κεφάλι μου!

Ώρε και τι έγινε!
Μες στο λιώμα μου, θεώρησα, πως τό ‘κανε επίτηδες.
Κι άρχισα να τον βαράω.

Όμως –ευγενική γαρ- του φώναζα κιόλας:
«Βγάλ’ τα γυαλιά, ρε! Η μαμά μου μού ‘χει πει να μην βαράω γυαλάκηδες»!
Μιλάμε για πολύ ευγενική (παρεμπιπτόντως, εγώ είχα 8,5 βαθμούς μυωπία, αλλά δεν φαινόταν, γιατί φορούσα φακούς).

Ε, μετά βρώμαγα του θανατά. Πήγα στην τουαλέτα, έβαλα το κεφάλι μου κάτω απ’ τη βρύση για ώρα, αλλά δε…

Ο τύπος την έκανε. Ήταν και ντροπαλός ο καημένος.
Προφανώς δεν ήξερε από πιώμα… Και λιώμα…

Μουσκεμένη σπονδή

Γλιστράω στους υγρούς δρόμους της πόλης. Αντιφεγγίζουν κομματιασμένα φώτα στα μουλιασμένα πεζοδρόμια. Τα φώτα της πόλης με παίρνουν και θέλουν να με κεράσουν. Τα ακολουθώ. Ακολουθώ τα τρελαμένα λαμπιόνια που ανάβουν ένα - ένα μέσα μου. Είμαι πιο μεθυσμένος απ’ ό,τι θα είμαι λίγο αργότερα με κάμποσο αλκοόλ να θολώνει το αίμα μου· να προβοκάρει τον νου μου· να ξύνει ανελέητα πληγές της καρδιάς. Το αλκοόλ: το αγκίστρι του Διαβόλου ψαρεύει πάλι ξεμοναχιασμένες ψυχές. Δαίμονες ξυπνούν κι αργοσαλεύουν στο βάθος του ποτηριού μου. Διεκδικούν το μερτικό τους από τη ζωή μου. Θα τους το δώσω. Αυτοί δεν είναι, άλλωστε, που κάποτε με κράτησαν ζωντανό, τότε που είχα νικηθεί; Ψυχή μου, πόσο μοιάζουν μερικές φορές οι δαίμονές σου με παρενδυματικούς αγγέλους…
Εδώ, στη Χώρα της Βροχής, αυτόν τον υγρότοπο, νοτισμένο από το αλκοόλ, ταξιδεύω ακόμη μια φορά με το πλοίο της γραμμής. Το λιμάνι, μικρά υγραμένα φωτάκια που απομακρύνονται στον ορίζοντα. Βαθιά νερά από κάτω μου αργοσαλεύουν, σαν τα παγάκια στο ποτήρι μου.Τώρα, μόνον η γυναίκα μπορεί να τους κάνει πέρα. Και αυτή είναι που τους θρέφει για να ξαναγυρίσουν πιο δυνατοί την επόμενη φορά… Κι ύστερα πάλι, θα ’ρθουν εκείνες οι μέρες που οι νύχτες τους σε τρομάζουν. Που σπρώχνονται μεταξύ τους ποια θα δαγκώσει μεγαλύτερο κομμάτι απ’ τη σάρκα σου. Μέρες που δεν μπορείς να τους ξεφύγεις, παρά μόνο γερνώντας. Γλυκαίνοντας με το πέρασμα του χρόνου και τις σπονδές στην Επανάληψη.Ό,τι απομένει, μια κάποια ευγένεια της ψυχής, τα παιδεμένα συναισθήματα, το ίζημα από τις τρικυμίες της ψυχής που κάποτε κόπασαν. Και η περίεργη (λίγο παραιτημένη) πίστη ότι αυτός ο κόσμος είναι όπως θα ’πρεπε να είναι. Σωστός.

(18-9-2004)