Αν ψάξει κανείς πολύ, μπορεί να με βρει στο Ίντερνετ, σε μια τράπεζα δεδομένων, όπου είμαι καταχωρημένη ως ηθοποιός, η οποία έχει παίξει σε μία ταινία. Με αδίκησαν βέβαια, γιατί στην πραγματικότητα έχω παίξει σε δύο ταινίες. Δε βαριέσαι, τους την χαρίζω.
Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν, υπήρξα ένα από αυτά τα αφελή πλάσματα που νομίζουν ότι βρήκαν αυτό που θέλουν να κάνουν στη ζωή τους και πήγα και γράφτηκα σ’ ένα Εργαστήρι Υποκριτικής Τέχνης. Στούντιο, εν συντομία (μια παρακμιακή υπόγα στο Κολωνάκι, όπου το χειμώνα κόβαμε πέταλα από το κρύο).
Κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα, που λένε. Καθηγήτριες γυμνασίου με καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, αμόρφωτοι, πιτσιρικάδες που αλλού πατούσαν αλλού βρίσκονταν, ψώνια, χαζογκόμενες, Μαρδόνιοι, καταθλιπτικοί, όλοι αυτοί που για κάποιο λόγο δεν μπορούσαν να γραφτούν σε κανονική Δραματική Σχολή, όλοι εκεί μαζεύτηκαν.
Υπήρχαν ασφαλώς και μερικοί ταλαντούχοι , αλλά σ’ αυτούς δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία ο Δάσκαλος. Οι δύσκολες περιπτώσεις ήταν που τον εξιτάριζαν.
Μερικοί την έκαναν νωρίς. Οι υπόλοιποι, που μείναμε καιρό (μια που η ελπίδα πεθαίνει τελευταία), ανακαλύψαμε πως το μόνο που μάθαμε όλα αυτά τα χρόνια ήταν να σερνόμαστε από τοίχο σε τοίχο. Ούτε μοκέτες να ’μασταν. Γιατί ο Δάσκαλός μας, είχε μια μανία με τους τοίχους. Όλο μας έβαζε - δίκην σκηνοθεσίας- να ακουμπάμε με τα χέρια στον τοίχο και να κοιτάζουμε τρομαγμένα ή απειλητικά προς το κοινό, σαν δαιμονισμένοι new born Christians. Αφού στο τέλος λέγαμε, ότι δεν πειράζει, αν δεν μας πάρουν πουθενά αλλού, μπορούμε να πάμε στο Χόλλυγουντ, να πάρουμε μέρος σε οντισιόν για τον Σπάιντερμαν… Θα είχαμε μεγάλη επιτυχία.
Εκτός του Σπάιντερμαν, μάθαμε να παίζουμε και Ίψεν. Ανεβάσαμε μάλιστα και μια παράσταση. Στην αρχή ο Δάσκαλος έλεγε ότι θα γινόταν καλύτερη από την αντίστοιχη του Μπέργκμαν. Μετά από λίγο καιρό, είπε, ότι, ε, δεν θα γίνει και Μπέργκμαν, αλλά θα αφήσει το σημάδι της. Στο τέλος είπε ότι η παράσταση θα γίνει κεκλεισμένων των θυρών…
Αλλά εμείς, ως ανερχόμενοι ηθοποιοί, θέλαμε να μας δουν τουλάχιστον οι φίλοι μας, να μας θαυμάσουν, η ματαιοδοξία επικράτησε της λογικής. Ήρθαν λοιπόν κι αυτοί οι φουκαράδες, τι να κάνουν, με τα λουλούδια τους και τα δωράκια τους, και μαρτύρησαν για κανα δίωρο, και μετά δεν ήξεραν τι να πουν για να μην μας πληγώσουν…
Στις πρόβες, το πτώμα του Τζων Γαβριήλ Μπόργκμαν άνοιγε τα μάτια για να δει γιατί αργούν τόσο οι αδερφές να συμφιλιωθούν, αυτή που υποτίθεται πως έπαιζε ένα γλυκό δεκατετράχρονο κορίτσι έμπαινε σαν τραμπούκος στη σκηνή, μια άλλη σερνότανε στο πάτωμα κλαίγοντας κι έμοιαζε με φίδι με περούκα, και οι υπόλοιποι δεν κατάφεραν να μάθουνε τα λόγια τους μέχρι την τελευταία μέρα…
Τι να πρωτοθυμηθώ, τι να ξεχάσω. Είχαμε μία (υπέροχη κατά τα άλλα), που δεν έβγαζε ποτέ τα τακούνια της. Έτσι και της τά ’παιρνες, θα πάθαινε ό,τι και οι μαύροι άμα τους πάρεις τις φόρμες και τα αθλητικά. Θά ’πεφτε κάτω ξερή. Ανέβηκε μια μέρα στη σκηνή να παίξει Στρίντμπεργκ, με ένα καπάκι από σιφόνι καρφωμένο στο τακούνι (είχε πάει πιο πριν στο μπάνιο και δεν πρόσεξε ότι το ξεβιδωμένο καπάκι της είχε καρφωθεί στο τακούνι).
Μια φορά, ένας έβαλε κατά λάθος φωτιά πίσω από μια κουρτίνα που είχε βάλει για σκηνικό, κι ήταν σαν να βλέπαμε Καραγκιόζη να γίνεται παρανάλωμα του πυρός…
Εκτός από τον Δάσκαλο της υψηλής τέχνης της Υποκριτικής, είχαμε και μια δασκάλα, που μας μάθαινε, υποτίθεται, φωνητική και μουσική. Αυτή πάλι έσερνε μαζί της ένα αρμόνιο του κώλου που του είχε αλλάξει τα φώτα, γιατί όλη την ώρα λάθος νότες πάταγε. Καλύτερα έπαιζα εγώ μελλόντικα στο δημοτικό, και δεν πήγα να παραστήσω την καθηγήτρια μουσικής.
Υπήρχαν και καλές στιγμές, βέβαια. Μία φορά την εβδομάδα μας έκανε μάθημα, μια αρκετά γνωστή, εξαιρετική δασκάλα και σκηνοθέτις. Αλλά τι να πρωτοκάνει κι αυτή…
Θυμάμαι ζωηρά την απογοήτευση που μας κατέκλυσε, όταν, αφού είχε περάσει ο ενθουσιασμός του νεοφώτιστου, ανακαλύψαμε πως ο «Δάσκαλός μας» ήταν ένας ανίκανος, που όχι μόνο δεν κρατούσε το κλειδί για ένα νέο θέατρο στο χέρι του, αλλά προφανώς δεν είχε δει ποτέ κλειδί στη ζωή του.
Τελικά μου φαίνεται, δίκιο είχε ο πατέρας μου που έλεγε ότι πάμε εκεί και μας μασάνε τα λεφτά κι εγώ παρεξηγιόμουν.
Μια συμβουλή προς επίδοξους ηθοποιούς λοιπόν, σε περίπτωση που μας διαβάζουν και οι νέοι…
Αν θέλετε να γίνετε ηθοποιοί, να τελειώσετε πρώτα το σχολείο, να μάθετε δυο- τρεις ξένες γλώσσες καλά (ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ, όχι το Lower), να κάνετε μουσική και χορό, να κρατάτε το σώμα σας σε άριστη φυσική κατάσταση, κι αν επιμένετε, πηγαίνετε σε Δραματική Σχολή. Μακριά από μπουρδελοεργαστήρια. Νο τόσο κοντά, που έλεγε κι ο θείος μου σε κάτι ξένους που πλησίαζαν με το φουσκωτό τους επικίνδυνα κοντά στην ακτή. Νο τόσο κοντά. Μακριά…
Υ.Γ. Έχετε την περιέργεια να μάθετε πόσοι από εμάς τότε έγιναν επαγγελματίες ηθοποιοί; Μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Και δεν είναι κι από τους καλύτερους, πιστέψτε με.
Υ.Γ2. Κι όσο για μένα, αφενός ήμουν πολύ ντροπιάρα και φοβιτσιάρα για να γίνω ηθοποιός (έτσι είμαστε εμείς οι Μαρδονέζες), αφ’ ετέρου μ’ έφαγαν οι έρωτες και την έκανα για άλλες πολιτείες…
Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν, υπήρξα ένα από αυτά τα αφελή πλάσματα που νομίζουν ότι βρήκαν αυτό που θέλουν να κάνουν στη ζωή τους και πήγα και γράφτηκα σ’ ένα Εργαστήρι Υποκριτικής Τέχνης. Στούντιο, εν συντομία (μια παρακμιακή υπόγα στο Κολωνάκι, όπου το χειμώνα κόβαμε πέταλα από το κρύο).
Κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα, που λένε. Καθηγήτριες γυμνασίου με καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, αμόρφωτοι, πιτσιρικάδες που αλλού πατούσαν αλλού βρίσκονταν, ψώνια, χαζογκόμενες, Μαρδόνιοι, καταθλιπτικοί, όλοι αυτοί που για κάποιο λόγο δεν μπορούσαν να γραφτούν σε κανονική Δραματική Σχολή, όλοι εκεί μαζεύτηκαν.
Υπήρχαν ασφαλώς και μερικοί ταλαντούχοι , αλλά σ’ αυτούς δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία ο Δάσκαλος. Οι δύσκολες περιπτώσεις ήταν που τον εξιτάριζαν.
Μερικοί την έκαναν νωρίς. Οι υπόλοιποι, που μείναμε καιρό (μια που η ελπίδα πεθαίνει τελευταία), ανακαλύψαμε πως το μόνο που μάθαμε όλα αυτά τα χρόνια ήταν να σερνόμαστε από τοίχο σε τοίχο. Ούτε μοκέτες να ’μασταν. Γιατί ο Δάσκαλός μας, είχε μια μανία με τους τοίχους. Όλο μας έβαζε - δίκην σκηνοθεσίας- να ακουμπάμε με τα χέρια στον τοίχο και να κοιτάζουμε τρομαγμένα ή απειλητικά προς το κοινό, σαν δαιμονισμένοι new born Christians. Αφού στο τέλος λέγαμε, ότι δεν πειράζει, αν δεν μας πάρουν πουθενά αλλού, μπορούμε να πάμε στο Χόλλυγουντ, να πάρουμε μέρος σε οντισιόν για τον Σπάιντερμαν… Θα είχαμε μεγάλη επιτυχία.
Εκτός του Σπάιντερμαν, μάθαμε να παίζουμε και Ίψεν. Ανεβάσαμε μάλιστα και μια παράσταση. Στην αρχή ο Δάσκαλος έλεγε ότι θα γινόταν καλύτερη από την αντίστοιχη του Μπέργκμαν. Μετά από λίγο καιρό, είπε, ότι, ε, δεν θα γίνει και Μπέργκμαν, αλλά θα αφήσει το σημάδι της. Στο τέλος είπε ότι η παράσταση θα γίνει κεκλεισμένων των θυρών…
Αλλά εμείς, ως ανερχόμενοι ηθοποιοί, θέλαμε να μας δουν τουλάχιστον οι φίλοι μας, να μας θαυμάσουν, η ματαιοδοξία επικράτησε της λογικής. Ήρθαν λοιπόν κι αυτοί οι φουκαράδες, τι να κάνουν, με τα λουλούδια τους και τα δωράκια τους, και μαρτύρησαν για κανα δίωρο, και μετά δεν ήξεραν τι να πουν για να μην μας πληγώσουν…
Στις πρόβες, το πτώμα του Τζων Γαβριήλ Μπόργκμαν άνοιγε τα μάτια για να δει γιατί αργούν τόσο οι αδερφές να συμφιλιωθούν, αυτή που υποτίθεται πως έπαιζε ένα γλυκό δεκατετράχρονο κορίτσι έμπαινε σαν τραμπούκος στη σκηνή, μια άλλη σερνότανε στο πάτωμα κλαίγοντας κι έμοιαζε με φίδι με περούκα, και οι υπόλοιποι δεν κατάφεραν να μάθουνε τα λόγια τους μέχρι την τελευταία μέρα…
Τι να πρωτοθυμηθώ, τι να ξεχάσω. Είχαμε μία (υπέροχη κατά τα άλλα), που δεν έβγαζε ποτέ τα τακούνια της. Έτσι και της τά ’παιρνες, θα πάθαινε ό,τι και οι μαύροι άμα τους πάρεις τις φόρμες και τα αθλητικά. Θά ’πεφτε κάτω ξερή. Ανέβηκε μια μέρα στη σκηνή να παίξει Στρίντμπεργκ, με ένα καπάκι από σιφόνι καρφωμένο στο τακούνι (είχε πάει πιο πριν στο μπάνιο και δεν πρόσεξε ότι το ξεβιδωμένο καπάκι της είχε καρφωθεί στο τακούνι).
Μια φορά, ένας έβαλε κατά λάθος φωτιά πίσω από μια κουρτίνα που είχε βάλει για σκηνικό, κι ήταν σαν να βλέπαμε Καραγκιόζη να γίνεται παρανάλωμα του πυρός…
Εκτός από τον Δάσκαλο της υψηλής τέχνης της Υποκριτικής, είχαμε και μια δασκάλα, που μας μάθαινε, υποτίθεται, φωνητική και μουσική. Αυτή πάλι έσερνε μαζί της ένα αρμόνιο του κώλου που του είχε αλλάξει τα φώτα, γιατί όλη την ώρα λάθος νότες πάταγε. Καλύτερα έπαιζα εγώ μελλόντικα στο δημοτικό, και δεν πήγα να παραστήσω την καθηγήτρια μουσικής.
Υπήρχαν και καλές στιγμές, βέβαια. Μία φορά την εβδομάδα μας έκανε μάθημα, μια αρκετά γνωστή, εξαιρετική δασκάλα και σκηνοθέτις. Αλλά τι να πρωτοκάνει κι αυτή…
Θυμάμαι ζωηρά την απογοήτευση που μας κατέκλυσε, όταν, αφού είχε περάσει ο ενθουσιασμός του νεοφώτιστου, ανακαλύψαμε πως ο «Δάσκαλός μας» ήταν ένας ανίκανος, που όχι μόνο δεν κρατούσε το κλειδί για ένα νέο θέατρο στο χέρι του, αλλά προφανώς δεν είχε δει ποτέ κλειδί στη ζωή του.
Τελικά μου φαίνεται, δίκιο είχε ο πατέρας μου που έλεγε ότι πάμε εκεί και μας μασάνε τα λεφτά κι εγώ παρεξηγιόμουν.
Μια συμβουλή προς επίδοξους ηθοποιούς λοιπόν, σε περίπτωση που μας διαβάζουν και οι νέοι…
Αν θέλετε να γίνετε ηθοποιοί, να τελειώσετε πρώτα το σχολείο, να μάθετε δυο- τρεις ξένες γλώσσες καλά (ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ, όχι το Lower), να κάνετε μουσική και χορό, να κρατάτε το σώμα σας σε άριστη φυσική κατάσταση, κι αν επιμένετε, πηγαίνετε σε Δραματική Σχολή. Μακριά από μπουρδελοεργαστήρια. Νο τόσο κοντά, που έλεγε κι ο θείος μου σε κάτι ξένους που πλησίαζαν με το φουσκωτό τους επικίνδυνα κοντά στην ακτή. Νο τόσο κοντά. Μακριά…
Υ.Γ. Έχετε την περιέργεια να μάθετε πόσοι από εμάς τότε έγιναν επαγγελματίες ηθοποιοί; Μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Και δεν είναι κι από τους καλύτερους, πιστέψτε με.
Υ.Γ2. Κι όσο για μένα, αφενός ήμουν πολύ ντροπιάρα και φοβιτσιάρα για να γίνω ηθοποιός (έτσι είμαστε εμείς οι Μαρδονέζες), αφ’ ετέρου μ’ έφαγαν οι έρωτες και την έκανα για άλλες πολιτείες…