Τετάρτη, Μαΐου 30, 2007

Επί μέρους...


Κάθε ένας πεθαίνει για κάθε άλλον ξεχωριστά.
...

Κυριακή, Μαΐου 27, 2007

Παρένθεση


Και ναι… κατάλαβε πια, τι έπρεπε να κάνει. Θα τον άφηνε να φύγει απ’ την καθημερινότητά της. Έτσι κι αλλιώς δεν ήτανε εκεί ποτέ.

Εκείνη θα συνέχιζε το δρόμο της, θα φλέρταρε, θα έπαιζε, θα έλιωνε σε ξένες αγκαλιές. Και θα εναπόθετε τις ερωτικές της περιπέτειες στα πόδια του, θα του αφιέρωνε τον πόθο και τη γλύκα των φιλιών, που θα έκλεβε απ’ τους άλλους.

Εκείνος θα ήταν ο φωτογράφος της. Θα απαθανάτιζε τις στιγμές ηδονής, που ο ίδιος είχε εμπνεύσει στο μέχρι τότε ανηδονικό μυαλό της.

Και οι δυο τους θα αναστέναζαν σε μια σχέση φαντασιακή… απόμακρη… μια σχέση αλλιώτικη απ’ τις άλλες…

Παρασκευή, Μαΐου 25, 2007

Χαμένος χρόνος

Το κρυμμένο το ανακαλύπτεις.
Το ανύπαρκτο ποτέ.
...

Πέμπτη, Μαΐου 24, 2007

Έλος

Αν το ποτάμι κρατούσε δυνάμεις για την επιστροφή,
δεν θα έφτανε στη θάλασσα ποτέ…


...

Τετάρτη, Μαΐου 23, 2007

Δε σε θέλω παρά γιατί σε θέλω


Δε σε θέλω παρά γιατί σε θέλω,
μα απ' το θέλω στο δε σε θέλω πέφτω
κι απ' το καρτέρα, όταν δε σε προσμένω,
περνώ απ' το παγερό στο πυρωμένο.

Σε θέλω μόνο γιατί εσένα θέλω,
σε μισώ μα γι' αγάπη σου προσπέφτω,
κι είν' της αθώας αγάπης μου το μέτρο
σαν τυφλός που αγαπά να μη σε βλέπω.

Το σκληρόψυχο του Γενάρη φέγγος
την καρδιά μου θα σιγολιώσει εφέτος,
ανοίγοντάς μου στα κρυφά το στέρνο.

Μόνος στην ιστορία αυτή πεθαίνω
και πεθαίνω απ' αγάπη αφού σε θέλω,
σε θέλω, αγάπη, ως το αίμα κι ως το τέλος.

ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΝΤΑ
...

Κυριακή, Μαΐου 20, 2007

Σκιές και οπτασίες


Σάρκα κλέβουμε
απ’ τα όνειρά μας
και ντύνουμε τ’ αερικά
...

Πέμπτη, Μαΐου 17, 2007

Ποτάμι μαύρο...

Πάντα τα πήγαινα άσχημα με το σώμα μου. Οχι, δεν ήταν άσχημο, κάθε άλλο. Απλώς ζητούσε άλλα, γι' αλλού πεισματικά τραβούσε... Και το νετ ήρθε αργά στο δικό μου χρονικό συνεχές. Ας είναι.

Διάβαζα, όμως, προ καιρού κάποιον σχολιαστή του Δήμου που αρέσκεται να παριστάνει τον αιθεροβάμονα. Και σκεπτόμουν πως, κι εδώ, στην επικράτεια της ασώματης επαφής, η μολυσματική ανθρωπιά μας μας πισωγυρίζει: συναισθηματικά και διανοητικά δυσκοίλιοι διαρρέουν λέξεις απαρνούμενοι την μόνη αλήθεια τους: τη δίψα τους.

Σα διαφημιστικό αναψυκτικού που λεηλατεί αριστερόστροφες κλίσεις της καρδιάς. Σαν να μην ξέρουν πως δεξιά ανοίγουν τα πάντα, αλλά το τιρμπουσόν της καρδιάς εμμένει ψυχαναγκαστικά να στρέφεται αριστερά.

Ξεγελασμένο, βέβαια, όπως πάντα, από τα όνειρα, εκεί που καθρεφτίζεται η ψυχή μας δηλαδή, αυτόν τον δόλιο καθρέφτη που αναποδογυρίζει ακόμη και τις διεξόδους μας, τις πτήσεις μας προς τα κάτω (προς τα μέσα;) σε αυτό το σύντομο ταξίδι στην άκρια της νύχτας μας. Στην άκρια όπου η ψυχή μας κρέμεται σ' ένα κλαρί.

Κλαρί μου, δικό μου, ανθείς και συγκρατείς ένα ράκος λαμπερής νύχτας μπας και δεήσει να το δει αυτός ο τυφλός θεός που μας έλαχε. Έχει πλάκα: εμείς, άνθρωποι, να βλέπουμε καλύτερα από την τυφλή αναγκαιότητα αυτού του θεού που μας παίζει μάλλον αμήχανος στα δάχτυλά του· γερακομάτηδες, ανήμποροι στο έλεος ενός γέροντα πού μας κυβερνά με γλαυκωματικές αποφάσεις.

Ο Νίκος πήρε την μαγκιά μιας ζωής που ανασαίνει πιο πέρα από τους λογαριασμούς και τα κοινόχρηστα, την ανακάτεψε με την ευαισθησία ενός πετειναριού ευαίσθητου στους ανέμους που γυρνάει γύρω γύρω και παρακαλά να σταματήσει κάπου, αλλά οι καιροί, αλίμονο, δεν το αφήνουν.

Μια πρέζα συγκροτημένης σκέψης, λίγο καρύκευμα χαμουρεμένου ανορθολογισμού...

Και να, να μαζεύονται οι νυχτοπεταλούδες, οι κωλοφωτιές του Διαδικτύου. Έτοιμες, λες, να καούν πάνω στα νέον των πανταχού παρόντων αλαζόνων, των μισερών που ψάχνουν στο νετ μιαν ολοκληρωμένη, επιτέλους, περσόνα. Τους «Ξέρεις ποιος είμαι γω» που παρενδύονται τον φιλελευθερισμό μπας και γιάνει την πληγή της ετερότητας.

Τελικά δεν μου έφταιγε το σώμα μου. Ούτε κι εγώ έφταιγα, από την άλλη. Απλώς δεν κάναμε χωριό μαζί. Γι' αλλού πηγαίναμε, αλλά αυτός ο χιουμορίστας θεός προτίμησε τις σιαμαίες υπάρξεις, να κουβαλάμε ο ένας την αρρώστεια του κι ο άλλος την σιδηρά αναγκαιότητα του.

Κι εμείς πετάμε κομμάτια μας έξω από τα κάγκελα και βαυκαλιζόμαστε πως τάχα δραπετεύουμε. Πως είμαστε πιότερο αυτά τα αδέσποτα μέλη που κείτονται, φράσεις και χειρονομίες χωρίς αίμα πια, στην αυλή της φυλακής μας.

Ασε που κινδυνεύουμε να τα περιμαζέψουν διπλωπικοί ακαδημαϊκοί, επινοητικοί διαφημιστές, απελπισμένες κλιμακτηριακές, ή τίποτα πρώην άνθρωποι χτυπημένοι από τη ραδιενέργεια της ετερότητας.

Καψούρηδες της φαμ φατάλ που περνιέται για νοηματοδότηση, κομίζουμε γλαύκας στην πόρνη που παριστάνει -πειστικά, όπως κάθε πουτάνα- πως έχει κάποιο νόημα που αρκεί να πληρώσουμε με τον χρόνο μας για να το βρούμε.

Το νόημα -αργά το καταλαβαίνουμε- δεν εμφιλοχωρεί στις φλεβώσεις κανενός πέους και κανενός αιδοίου. Ούτε σε καρπούς-παιδάκια, δεκανίκια όσων δεν άντεξαν την απουσία του εν λόγω νοήματος.

Μακρυγόρησα και συμπαθάτε με. Υπήρξατε, εντούτοις, αδερφοί. Μισητοί, ενίοτε. Χαζοβιόληδες, άλλοτε. Αλλά πάντα η ανθρωπίλα σας με γιάτρευε: είτε για να να ξαναγίνομαι άνθρωπος, είτε για να βλέπω καθαρά από ποιο παράθυρο πρέπει να σαλτάρω.

Σας ευχαριστώ, έτσι κι αλλιώς.

mariosp

(Αναδημοσίευση από το blog του Νίκου Δήμου)

Αντίο


Όταν ήμουνα μικρή, ένα από τ’ αγαπημένα μου βιβλία ήταν το «Όταν o ήλιος» της Ζωρζ Σαρρή. Εκεί έγραφε η μικρή ηρωίδα, πως θα μπορούσε ν’ αφιερώσει ένα ολόκληρο κεφάλαιο απ’ το βιβλίο της ζωής της στο ρήμα «πεινάω». Ήταν βλέπετε στην Κατοχή τα μικράτα της. Εγώ -μεγάλη πια, αλλά ακόμα και για πάντα ηλίθια- θα αφιερώσω ένα ολόκληρο ποστ σε μια άλλη λεξούλα. Τη λεξούλα, που κλείνει άλλο ένα κεφάλαιο απ' το βιβλίο της ζωής μου: Αντίο...

(Πάντα κάτι αποχαιρετάμε, έτσι δεν είναι; Πάντα...)
...

Τετάρτη, Μαΐου 16, 2007

Θυμήσου, σώμα...


Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,
όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,
αλλά κ' εκείνες τες επιθυμίες που για σένα
γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,
κ' ετρέμανε μες στη φωνή -και κάποιο
τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες
εκείνες σαν να δόθηκες -πώς γυάλιζαν,
θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·
πώς έτρεμαν μες στη φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.


Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Τρίτη, Μαΐου 15, 2007

Τα αδελφάκια


Το μικρό αδελφάκι αγαπούσε πολύ το μεγάλο. Κι όλο κόλλαγε πάνω του και το πείραζε και προσπαθούσε να του τραβήξει την προσοχή.

Το μεγάλο αδελφάκι δεν το ήθελε. Το έσπρωχνε συνέχεια μακριά του, το χτύπαγε, το έβριζε και του ‘λεγε να το αφήσει ήσυχο.

Το μικρό αδελφάκι έκλαιγε, στην αρχή βάραγε κι αυτό, προσπαθούσε να είναι ισότιμο. Όμως ποτέ δεν κέρδιζε και κάποια στιγμή σταμάτησε να πλησιάζει το μεγάλο. Έπαιζε μόνο του κι έλεγε, πως προτιμάει έτσι.

Όταν μεγάλωσαν, το μεγάλο αδελφάκι ήθελε την παρέα του μικρού. Αλλά ήταν πια αργά. Η καρδιά του μικρού θυμόταν πάντα τα σπρωξίματα…

Και του μίλαγε μόνο από μακριά. Και πάντα με επιφύλαξη.
Κι ας τον αγαπούσε ακόμα όσο τίποτα άλλο στον κόσμο…
...

Κυριακή, Μαΐου 13, 2007

Fade out

Στιχάκια εναλλασσόμενα τα λόγια μας
Στροφές τα θραύσματα λαχτάρας

Οι πιο βαθιές επιθυμίες μας
Ρεφρέν
Μένουν ξεκρέμαστες στα χείλη…

Μια γέφυρα στο χρόνο
Κι οι ίδιοι στίχοι απ’ την αρχή.

Δεν κλείνει με στριγκλιά
Ετούτο το τραγούδι.
Γίνεται fade out…

...

Παρασκευή, Μαΐου 11, 2007

Πώς μπόρεσα;

Σε συνάντησα σ’ ένα καφέ για μια δουλειά διεκπεραιωτική, ανάγκης.

Παραγγείλαμε καφέ. Η αμηχανία διαχεόταν μέχρι το διπλανό τραπέζι.

Τα μάτια μας σάρωναν αργά το χώρο, λες κι αναζητούσαμε από κάπου να αρπαχτούμε, να μην διασταυρωθούν τα άδεια βλέμματά μας.

Κοινότοπες κουβέντες, αδιάφορες ερωτήσεις, μισές απαντήσεις. Σιωπή…

Εσύ μετά σκυμμένος να κοιτάς την οθόνη του κινητού σου, λες και κρεμόταν ολόκληρη η ζωή σου απ’ αυτό, κι εγώ να προσπαθώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου.
Δυο ξένοι…

Τόσα χρόνια, τόση αγάπη, τόσες υποσχέσεις… Λες και δεν υπήρξαν ποτέ. Λες και ήταν όλα στη φαντασία μου ή σ’ ένα όνειρο, που είδα μια νύχτα μοναξιάς στον στενό καναπέ του σπιτιού μου.

Δεν είχαμε ούτε καν μια φωτογραφία μαζί, ούτε μια απόδειξη, πως κάποτε υπήρξαμε εραστές.

Οι εικόνες άρχισαν να θολώνουν γύρω μου. Υποκρίθηκα, πως μου μπήκε καπνός στο μάτι, κατευθύνθηκα αγέρωχη προς την τουαλέτα. Όχι, δεν έπρεπε να σπάσω πάλι μπροστά σου. Ούτε το κεφάλι δεν σήκωσες…

Υπήρχε άραγε κάποιο ψήγμα ενοχής στα χαμηλωμένα σου μάτια; Ποτέ δεν θα μάθω. Ποτέ δεν θα μάθω, αν ένοιωσες ποτέ για μένα το παραμικρό ή αν ήμουν ένα παιχνίδι για να σπας τη μονοτονία του συζυγικού σου βίου.

Φταίω κι εγώ, ναι, φταίω κι εγώ… Μόνο, που εγώ όσα σου έλεγα τα εννοούσα. Και δεν τα πήρα πίσω ποτέ.

Κι εκείνη η τελευταία βραδιά πάθους, που μου χάρισες, ήταν συλλογή αναμνήσεων, έτσι δεν είναι; Η τελευταία εικόνα που θά ‘κλεινε την ιστορία μας ένδοξα στο εγωκεντρικό μυαλό σου.

Πώς μπόρεσα να σ’ αγαπήσω, άνθρωπε αυτιστικέ;
Πώς μπόρεσα;

Αφιερωμένο σε μια φίλη

Τρίτη, Μαΐου 08, 2007

Ε, ναι…


Το καλοκαίρι με τα σπασμένα φτερά ήτανε πέρυσι. Έφυγε. Πέρασε και το κρύο του χειμώνα. Θα φύγει και τούτη η άνοιξη κι εγώ θα κάθομαι εδώ -το ξέρω- ν’ αναπολώ εκείνο το χαμένο Πρωτοχρονιάτικο φιλί.

Το δέντρο στέκει ακόμα εκεί στολισμένο, δεν θα το κατεβάσω, μέχρι να φύγω. Μέχρι να νοηματοδοτήσω το νέο μου χειμώνα με κάτι ακριβό· παλιό και καινούριο συνάμα. Θα κουλουριαστώ μέσα του, θα ρυθμίσω το klima και θα ξαναστολίσω απ’ την αρχή το δέντρο του Δεκέμβρη.

Ο Αι Βασίλης ήτανε πάντα οι παππούδες μου, ο καλικάτζαρος εγώ. Θα φάω όλα τα ψίχουλα κι όσα μου πέσουν θα τα κρύψω κάτω απ’ το σεντόνι μου, να με ξεβολεύουν τις νύχτες.

Έτσι θα ξαγρυπνάω, επιστρέφοντας νοερά στο μικρό μου πατάρι με τους καταραμένους θησαυρούς και ναι, την κρυμμένη μαγεία. Πίσω, στην εποχή της φαινομενικής αδράνειας και των μυστηριωδών εσωτερικών συγκερασμών.

Ό,τι σ’ αγγίζει μένει για πάντα ζωντανό. Κι εγώ θα ζήσω μ’ αυτό. Χωρίς αυτό.