Παρασκευή, Δεκεμβρίου 15, 2006

Μ’ ένα Άρλεκιν ξεχνιέμαι…
























Βρεθήκαμε σ' ένα σπίτι ξένο. Μείναμε μόνοι, οι δυο μας...
Κοιταχτήκαμε διστακτικά, ήρθες κοντά,
μου έπιασες το πρόσωπο και με φίλησες.
Η γλύκα αυτού του φιλιού διαπέρασε όλο μου το είναι.
Σε ήθελα τόσο πολύ… τόσον καιρό...

Το φιλί έγινε υγρό, μακρόσυρτο,
το χέρι σου άρχισε να χαϊδεύει το κορμί μου.
Άγγιξες το ερεθισμένο στήθος μου,
έσκυψες και το ρούφηξες με τα χείλη.
Ανασήκωσες τα κεφάλι, με κοίταξες στα μάτια
και με ξαναφίλησες στο στόμα.
Με πάθος αυτή τη φορά. Με ένταση.
Η γλώσσα σου αναζητούσε με δίψα τη δική μου.

Τα κορμιά μας κόλλησαν, ο πόθος έγινε αβάσταχτος.
Σε ένοιωθα να μεγαλώνεις, να σκληραίνεις, να φλέγεσαι.
Ψηλάφισες απαλά τα κάτω μου χείλη... υγρά, καυτά, φουσκωμένα.
Σε άγγιξα, σε τράβηξα να μπεις μέσα μου...
Το έκανες τόσο αργά, σχεδόν βασανιστικά,
σα να ήθελες να με παιδέψεις.
Πόσο σε ήθελα… πόσο σ’ αγαπούσα, Θεέ μου…

Ο έρωτάς μας κράτησε ώρα… δεν ξέρω πόση…
Δεν υπήρχε χρόνος, δεν υπήρχε χώρος.
Υπήρχες μόνο εσύ κι εγώ...
Η στιγμή της ύστατης γλύκας μας βρήκε χαμένους…
τον έναν μέσα στα μάτια του άλλου.
Για μια στιγμή… για μια αιώνια στιγμή…ο παράδεισος…