Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2007

ΤΙ ΣΚΑΤΑ ΠΑΙΖΕΤΑΙ;



Έχω κάτι προβλήματα εκλογίκευσης…

Καλά… στόχος δεν υπάρχει… ούτε σκοπός… Πράξεις λοιπόν άσκοπες και άστοχες. Πάμε παρακάτω…

Κίνητρο (Το Εμφανές ή Κοινόν)… Σ’ έναν φόνο ψάχνουμε πάντα το κίνητρο. Έχουμε κάτι να κερδίσουμε; Χλωμό… Μάλλον να χάσουμε έχουμε… Αν μη τι άλλο χρόνο… Πάμε παρακάτω…

Κίνητρο (Το Αφανές ή Άφαιον –κατά την Αφαίαν Αθηνά ή κατά το άνευ φαιάς ουσίας)… ήτοι βαθύτερη ανάγκη. Κάτι έχουμε να κερδίσουμε. Τι ακριβώς; Μάλλον αυτό ψάχνουμε… Ίσως το κέρδος να είναι η χασούρα… Ποτέ δεν ξέρεις…

Αίτιον…
Ανία; Υπάρχουν πιο εύπεπτες καταστάσεις… Εδώ ζοριζόμαστε… Δε λέει… και η ανία ζει και βασιλεύει.
Ποιος μου πήρε τη χαρά μου, ποιος;;
Παραμύθιασμα; Ουδέν… Τα γυαλιά μας είναι πεντακάθαρα (λέμε τώρα…) και ουδόλως ροζ…
Τρέλα ίσως; Λέτε να…

Χάσιμο… πλήρες… Ίσως τελικά περιπίπτουμε σε μόνιμη κατάσταση REM εν εγρηγόρσει και εν πλήρη νηφαλιότητα… Ήτοι κοιμόμαστε κι ονειρευόμαστε Σοφία ορθοί, ακούσωμεν του αγίου Ευαγγελίου.
Ειρήνη πάσι…

Παρασκευή, Μαρτίου 09, 2007

Ένωση












Πήγε στη θάλασσα μόνη. Ήταν τέλη καλοκαιριού, απόγευμα κι η παραλία απομονωμένη. Έβγαλε όλα της τα ρούχα και ξάπλωσε πάνω στα ζεστά βότσαλα. Έκλεισε τα μάτια. Ήθελε να αναπολήσει την αγάπη της. Τον ξαφνικό της, τον απροσδόκητο έρωτα της ζωής της. Θυμήθηκε κάποιους στίχους του Καρυωτάκη, που την είχαν σημαδέψει:

«Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό...»


Φαντάστηκε τα χέρια του στα χέρια της, τα χείλη του στα χείλη της, τη ζωή του στη ζωή της. Ονειρεύτηκε το ανέφικτο, το άπιαστο…

Ένοιωσε μια παρουσία και άνοιξε τα μάτια. Ένα θαλασσοπούλι είχε σταθεί δίπλα της και την κοίταζε. Σα να την εξερευνούσε. Έμεινε να την κοιτάζει ώρα πολλή κι εκείνη ήξερε. Ο αγαπημένος της είχε βρει τον ξενιστή, που θα τον έφερνε κοντά της. Ήξερε και γιατί είχε έρθει. Και τα χείλη της σχημάτισαν ασυναίσθητα το «ναι»… Δέχομαι…

Ήταν ο άγγελος κι ο δαίμονάς της. Ήταν η άυλη δίδυμη ψυχή της, που επιτέλους επέστρεφε. Φύσηξε ένα αγεράκι. Η αύρα του πουλιού έπνευσε προς το μέρος της και μπήκε στο κορμί της.

Δεν είχε πια νόημα να μένει στη μοναχική παραλία. Εξάλλου ο ήλιος είχε ήδη γείρει πίσω από το νησάκι. Μπορούσε να γυρίσει σπίτι. Γιατί τώρα τον κουβαλούσε μέσα της. Ήταν ολόκληρη. Για πάντα…