Για να ξέρετε και πού κάθεστε...


Ένα καλοκαίρι, πριν από μερικά χρόνια, το πέρασα ως Μαρδονέζα.
Ο Μαρδόνιος, ήταν ένας βλάκας, στρατηγός του Δαρείου, που κάπως τα κατάφερε και βούλιαξε τα πλοία του κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας (ενώ είχε άπνοια).
Μαρδόνιο φωνάζαμε ένα χαζό γνωστό, γιατί έλεγε όλο βλακείες.
Εκείνο το καλοκαίρι λοιπόν, πήγα διακοπές στη Νάξο με μία φίλη, και από το πρώτο βράδυ που βγήκαμε εις άγραν αρσενικής παρέας, ανακαλύψαμε ότι όλοι όσοι μας μιλούσαν, γοητευμένοι από την παρουσία μας, στρίβανε α λα γαλλικά όταν ακούγανε ότι ήμασταν Ελληνίδες.
Με τα πολλά, πιάσαμε έναν από το λαιμό και τον ρωτήσαμε τι συμβαίνει και είπε ότι είχε πέσει σύρμα εκείνη τη χρονιά από τα ταξιδιωτικά γραφεία, να μη μιλάνε οι τουρίστες σε Ελληνίδες, γιατί όλες τους ανεξαιρέτως έχουν αδέρφια σαν τον Πύρρο Δήμα που τσακίζουν κόκαλα.
Ωραία. Γι αυτό τρώγαμε τα πόδια μας με τα τακούνια; Για να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο μ’ άδεια χέρια;
Σκεφτήκαμε να πούμε ότι είμαστε Αγγλίδες, αλλά την προφορά, πώς να την κρύψεις; Γαλλίδες ίσως; Πολύ «ξύλινα» τα γαλλικά μας. Στο τέλος τσαντίστηκα και είπα: «Τι να πούμε ΓΜ την τρέλα μου; Ότι είμαστε Μαρδονέζες;»
Κοιτάξαμε η μία την άλλη συνωμοτικά, και αποφασίσαμε πως ναι, θα πούμε ότι είμαστε Μαρδονέζες.
Εμπνευστήκαμε λοιπόν μια χώρα, στα σύνορα μεταξύ Αυστρίας και Ιταλίας, βορειότερα της Σλοβενίας, ένα ανεξάρτητο κρατίδιο 50.000 ειρηνικών κατοίκων, με νόμισμα το μαρδονέζικο δολάριο, σημαία καφέ με χαριτωμένα κοντά ανθρωπάκια, και γλώσσα τα μαρδονέζικα.
Όταν λοιπόν μας ρωτούσαν από πού είμαστε, τους απαντούσαμε: «We are Mardonese». Κι αυτοί κοιτάγανε σα χάνοι, και απολογούνταν που δεν γνώριζαν τη Μαρδονία (συνήθως ρωτούσαν αν η Μαρδονία ήταν σαν την Σερβία, ή την Κροατία, είχαν μπερδευτεί με τις πολλές ανεξάρτητες δημοκρατίες της εποχής). «Όχι, όχι, καμία σχέση», τους απαντούσαμε. Και αρχίζαμε το τροπάρι περί μαρδονέζικου δολαρίου κλπ. Μέχρι και μαρδονέζικα αξιοθέατα είχαμε εφεύρει. Μόνο ένας Άγγλος μας ρώτησε αν τον κοροϊδεύουμε, αλλά κι αυτός πείστηκε τελικά. Μας ζητούσαν να μιλήσουμε μαρδονέζικα, κι εμείς τους λέγαμε ότι για παράδειγμα το καλημέρα είναι «τρρνιάου» και το καληνύχτα «γουάου». Κάποτε γνωρίσαμε κι ένα τύπο από τη Σουηδία που τον έλεγαν Δαρείο. Αυτός πάλι δεν πίστευε ότι είμαστε 28 χρονών, μας έκανε για μικρότερες. Για την ύπαρξη της Μαρδονίας δεν αμφέβαλε ούτε μία στιγμή.
Γίναμε διάσημες στο νησί. «The Mardonians, the Mardonians!» φώναζαν όταν μας έβλεπαν.
Περάσαμε καταπληκτικά. Κάποιος απ’ όλους, μου ζήτησε και ν’ αλληλογραφήσουμε, και του έδωσα τη διεύθυνσή μου: «Αλικαρνασσού 15, Mardonia».
Η φίλη μου ερωτεύτηκε έναν Ιταλό. Την τελευταία μέρα των διακοπών του εκμυστηρεύτηκε πως δεν ήταν Μαρδονέζα, κι αυτός (που είχε σπουδάσει κιόλας, όπως οι περισσότεροι που γνωρίζαμε), βάραγε την καράφλα του και φώναζε: « Madonna mia!»
Συμπέρασμα: Οι τουρίστες είναι όλοι τους χαζοί.
(Κι εγώ η έξυπνη, παντρεύτηκα έναν από αυτούς, κάποτε, μερικά χρόνια αργότερα…)